Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

) εκφέρω γνώμη

  • 1 εκφέρω

    (αόρ. εξέφερα, παθ. αόρ. εξηνέχθην) μετ.
    1) произносить, высказывать;

    εκφέρω γνώμη — высказывать мнение;

    2) выносить (покойника);

    εκφέρ νεκρό — выносить тело, хоронить;

    § εκφέρω βίς φως — извлечь на свет;

    εκφέρομαι — грам, сочетаться, употребляться; — управлять;

    τό ρήμα εκφέρεται μετά γενικής — глагол управляет (или употребляется с) родительным падежом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκφέρω

  • 2 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

  • 3 рассудить

    -сужу, -судишь, παθ. μτ% παρλθ. χρ. рассуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. κρίνω, αποφαίνομαι, εκφέρω γνώμη•

    -йте нас κρίνετε μας, πέστε τη γνώμη σας.

    2. σκέπτομαι λογικά• κρίνω, αποφασίζω με περίσκεψη.

    Большой русско-греческий словарь > рассудить

  • 4 отозвать

    отозвать 1) (в сторону ) καλώ (или παίρνω) παράμερα 2) (посла) ανακαλώ \отозваться 1) (ответить ) αποκρίνομαι 2) (дать отзыв ) εκφέρω γνώμη
    * * *
    1) ( в сторону) καλώ ( или παίρνω) παράμερα
    2) ( посла) ανακαλώ

    Русско-греческий словарь > отозвать

  • 5 отозваться

    1) ( ответить) αποκρίνομαι
    2) ( дать отзыв) εκφέρω γνώμη

    Русско-греческий словарь > отозваться

  • 6 откликаться

    откликаться
    несов, откликнуться сов прям., перен ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι; \откликаться на события ἐκφέρω γνώμη γιά τά γεγονότα

    Русско-новогреческий словарь > откликаться

  • 7 pass judgement (on)

    (to criticize or condemn: Do not pass judgement (on others) unless you are perfect yourself.) εκφέρω γνώμη / κρίση, κατακρίνω

    English-Greek dictionary > pass judgement (on)

  • 8 pass judgement (on)

    (to criticize or condemn: Do not pass judgement (on others) unless you are perfect yourself.) εκφέρω γνώμη / κρίση, κατακρίνω

    English-Greek dictionary > pass judgement (on)

  • 9 откликнуться

    -нусь, -нешься
    ρ.σ.
    1. απαντώ, αποκρίνομαι.
    2. μτφ. εκφέρω γνώμη.
    3. μτφ. ανταποκρίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > откликнуться

  • 10 отзываться

    отзываться
    несов
    1. (откликаться) ἀπαντώ, ἀποκρίνομαι:
    никто не \отзыватьсяа́ется κανένας δέν ἀποκρίνεται, κανείς δέν ἀπαντα· \отзываться на чьи-л. нужды βοηθῶ κάποιον
    2. (о ком-л.) λέω τή γνώμη μου, ἀποφαίνομαι γιά κάτι:
    хорошо \отзываться о ком-либо ἐκφέρω (или λεγω) καλή γνώμη γιά κάποιον
    3. (влиять):
    \отзываться на ком-л. ἐπιδρῶ σέ...· \отзываться на чем-л. ἐπενεργώ ἐπι...

    Русско-новогреческий словарь > отзываться

  • 11 суждение

    суждение
    с ἡ κρίση [-ις], ἡ γνώμη:
    высказать свое \суждение λέγω (или ἐκφέρω) τή γνώμη μου.

    Русско-новогреческий словарь > суждение

  • 12 отозваться

    1. (откликнуться) ανταποκρίνομαι 2. (высказать своё мнение, дать оценку) εκφέρω, λέω τη γνώμη
    - о книге εκφράζω την άποψη για το βιβλίο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отозваться

  • 13 высказать

    -кажу, -кажешь
    ρ.σ.μ.
    εκφράζω, εκφέρω, λέγω•

    высказать свою мысль εκφράζω τη σκέψη μου•

    высказать свое мнение λέγω τη γνώμη μου•

    высказать пожелание εκφράζω την ευχή (εύχομαι)•

    предположение εκφράζω εικασία•

    высказать уверенность εκφράζω την πεποίθηση.

    || αποκαλύπτω• φανερώνω•

    он -ал свою тайну αυτός είπε το μυστικό του.

    εκθέτω, εκφράζω κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    αποφαίνομαι, εκφράζομαι•

    высказать за кого αποφαίνομαι για (υπέρ) κάποιον•

    высказать против кого εκφράζομαι κατά κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > высказать

  • 14 отозвать

    отзову, отзовшь, παρλθ. χρ. отозвал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отозванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καλώ, φωνάζω κάποιον να απομακρυνθεί, να αναμερίσει ή να έρθει σε μένα.
    2. ανακαλώ•

    отозвать посла ανακαλώ τον πρεσβευτή.

    1. αποκρίνομαι, απαντώ•

    никто не -лся κανένας δεν αποκρίθηκε.

    2. ανταποκρίνομαι•

    отозвать на чувство ανταποκρίνομαι στο αίσθημα.

    || συμπαθώ, συμπονώ βοηθώ συμμετέχω.
    3. προκαλώ, διεγείρω ξυπνώ. || προκαλούμαι εμφανίζομαι.
    4. βρίσκω απήχηση• έχω αντίκτυπο ή συνέπειες• επιδρώ.
    5. εκφέρω, λέγω γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > отозвать

См. также в других словарях:

  • εκφέρω — έκφερα, μτβ. 1. εκδηλώνω προφορικά, εκφράζω, διατυπώνω: Εκφέρω γνώμη. 2. (γραμμ.), το μέσ., εκφέρομαι συντάσσομαι: Κανονικά οι προθέσεις εκφέρονται με αιτιατική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… …   Dictionary of Greek

  • αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… …   Dictionary of Greek

  • καταποφαίνομαι — (Α) εκφέρω γνώμη εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀποφαίνομαι «κρίνω, εκφέρω γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

  • προαποφαίνω — ΝΜΑ [ἀποφαίνω, ομαι] μέσ. προαποφαίνομαι αποφαίνομαι, εκφέρω γνώμη προηγουμένως αρχ. φανερώνω ή ερμηνεύω κάτι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προδιαστέλλω — ΜΑ μσν. διακρίνω κάτι από κάτι άλλο προηγουμένως («Ἡφαιστίων ταῡτα προδιαστείλας», Τζέτζ.) αρχ. 1. ανοίγω προηγουμένως («προδιαστέλλω τὸ στόμιον», Σωρ.) 2. εκφέρω γνώμη, εκφράζω την άποψή μου για κάτι προηγουμένως («τούτου χάριν ἀναγκαῑον… …   Dictionary of Greek

  • προδικάζω — ΝΜΑ δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.) νεοελλ. 1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα τού οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ …   Dictionary of Greek

  • συναποφθέγγομαι — Α εκφέρω σύμφωνη γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποφθέγγομαι «εκφέρω τη γνώμη μου»] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»